αλλοπαθητική

αλλοπαθητική
η
η κλασική ιατρική σε σχέση με την ομοιοπαθητική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλοπαθητική θεωρία — Θεωρία για τον ρόλο των φαρμάκων …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αλλοπάθεια* 2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αλλοπαθητικός ο γιατρός που χρησιμοποιεί ως θεραπευτική μέθοδο την αλλοπαθητική 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοπαθητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παθητικός] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθητικά — (φάρμακα), τα φάρμακα που χρησιμοποιεί η αλλοπαθητική ιατρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”